- πώρος
- ο1) пористый камень; 2) см. πωρόλιθος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πωρός — miserable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶρος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶρος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek
πωρός — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek
Πῶρε — Πῶρος stone masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶρε — πῶρος stone masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶροι — Πῶρος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶροι — πῶρος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶρον — Πῶρος stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶρον — πῶρος stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)